σκαφηφόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφηφόρους — σκαφήφορος carrier of masc acc pl σκαφηφόρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφηφόρων — σκαφήφορος carrier of masc gen pl σκαφηφόρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφηφόροι — σκαφηφόρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφηφόρον — σκαφηφόρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφέας — ο / σκαφεύς, έως, ΝΜΑ ο εργάτης που έχει ως κύριο έργο του το σκάψιμο, σκαφτιάς αρχ. σκαφηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. εύς. Η λ. με τη σημ. σκαφηφόρος προήλθε κατ απόσπαση από το συνθ. σκαφηφόρος, με κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
σκαφηφορώ — έω, Α [σκαφηφόρος] είμαι σκαφηφόρος* («τὰς παρθένους τῶν μετοίκων σκιαδηφορεῑν ἐν ταῑς πομπαῑς ἠνήγκαζον, τοὺς δὲ ἄνδρας σκαφηφορεῑν», Αιλ.) … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
σκαφηφορία — ἡ, ΝΑ [σκαφηφόρος] (στην αρχαία Αθήνα) το τιμητικό αξίωμα τών σκαφηφόρων … Dictionary of Greek